- χναύω
- Α1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.)2. μέσ. χναύομαι(κατά τον Ησύχ.) «χναύεταιπερικνίζεται, λαμβάνει».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη λ. χνόη «άξονας άμαξας», μέσω τής σημ. «τρίβω» τής ρίζας (για τη σημασιολογική εξέλιξη αυτή βλ. λ. χνόη), η οποία θα ήταν δυνατόν να εξελιχθεί σε «τρίβω το φαΐ, ροκανίζω, τρώγω αργά». Με το ρ. χναύω συνδέεται και ο τ. «χνίειψακάζει, θρύπτει» που παραδίδει ο Ησύχ. (για το ζεύγος χναύω: χνίω, πρβλ. χραύω: χρίω, ψαύω: ψίω), παραμένουν, όμως, δυσερμήνευτοι και οι δύο ως προς τον φωνηεντισμό και, γενικότερα, τον τρόπο σχηματισμού τους. Τέλος, από τη σημ. «τρώγω αργά» και με τη μεσολάβηση μιας σημ. «απολαμβάνω το φαγητό μου» προήλθε η σημ. «νοστιμιά, μεζές» τών παρ. τ.].
Dictionary of Greek. 2013.